- καρότσα
- η (Μ καρότσα)άμαξα που σύρεται από άλογανεοελλ.1. το αμάξωμα τών, φορτηγών κυρίως, αυτοκινήτων2. επιβατικό σιδηροδρομικό όχημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. carrozza].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρότσα — η (λ. ιταλ.) 1. αμάξι που σέρνεται από ζεύγος αλόγων και χρησιμοποιείται κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν βόλτα με μια καρότσα. 2. τμήμα ενός φορτηγού που χρησιμοποιείται για μεταφορά πραγμάτων: Φόρτωσαν το εμπόρευμα στην καρότσα του φορτηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καροτσάδα — η διαδρομή, περίπατος με καρότσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρότσα + κατάλ. άδα (πρβλ. αυτοκινητ άδα, βαρκ άδα)] … Dictionary of Greek
κάσα — (I) κάσα, ἡ (Α) οίκημα, καλύβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. casa «σπίτι»]. (II) η 1. κιβώτιο από σανίδες μέσα στο οποίο τοποθετούνται αντικείμενα για φύλαξη ή μεταφορά, κασόνι 2. φέρετρο νεκρού, κιβούρι, νεκροκρέβατο 3. σιδερένιο χρηματοκιβώτιο 4.… … Dictionary of Greek
καρρότσα — η βλ. καρότσα … Dictionary of Greek
καροτσάδα — η περίπατος με καρότσα: Κάναμε μια καροτσάδα και γυρίσαμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καροτσάκι — το μικρή καρότσα, χειροκίνητο αμάξι για τον περίπατο των νηπίων: Το μωρό το είχαμε στο καροτσάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλατφόρμα — η (λ. γαλλ.) 1. εξέδρα. 2. ευρύχωρη καρότσα που ρυμουλκείται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)